Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

τὰ προσπεσόντα

См. также в других словарях:

  • προσπεσόντα — προσπίτνω fall upon aor part act neut nom/voc/acc pl προσπίτνω fall upon aor part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εναπομάσσω — ἐναπομάσσω (AM) (Α και αττ. τ. ἐναπομάττω) μσν. μτφ. αποτυπώνω πάνω στον εαυτό μου, μιμούμαι αρχ. 1. αποτυπώνω κάτι («προσβολὼν τῷ πίνακι τὸν σπόγγον... τὸν δὲ προσπεσόντα θαυμαστῶς ἐναπομάξαι και ποιῆσαι τὸ δέον», Πλούτ.) 2. απεικονίζω,… …   Dictionary of Greek

  • προσπίπτω — ΝΜΑ 1. πέφτω πάνω σε κάποιον ή κάτι, προσκρούω 2. υποπίπτω στην αντίληψη κάποιου 3. προσπέφτω («προσπεσὼν δ αὐτῷ... ἱκέτευε», Πλάτ.) αρχ. 1. πέφτω στην αγκαλιά κάποιου, τόν αγκαλιάζω 2. ασχολούμαι με κάτι με προσοχή και αφοσίωση 3. συναντώ… …   Dictionary of Greek

  • τεχνάζω — ΝΜΑ [τέχνη] μέσ. τεχνάζομαι επινοώ, σοφίζομαι, σκαρφίζομαι νεοελλ. (το μέσ.) δολοπλοκώ, μηχανορραφώ μσν. (το μέσ.) μεταβάλλω κάτι με επινόηση («τινὲς τῶν μήλων τοὺς καρποὺς ἐρυθροὺς τεχνάζονται οὕτω», Γεωπ.) αρχ. 1. μεταχειρίζομαι, εφαρμόζω τέχνη …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»